- Κώος
- (I)-α, -ο (AM Κῶος -ῴα -ον, αρσ. και Κώϊος) [Κως]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Κω ή προέρχεται από την Κωνεοελλ.(το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Κώος, η Κώαο κάτοικος τής Κω ή αυτός που κατάγεται από την Κωαρχ.(ως προσηγορικό ουσ.)1. (το αρσ.) ὁ κώοςα) η καλύτερη ρίξη στο παιχνίδι τών αστραγάλων, που αντιστοιχούσε με 6, σε αντιδιαστολή με τον χῑο, που αντιστοιχούσε με 1β) μέτρο οίνου2. (το ουδ.) τὸ κῷονελαφρό ημιδιαφανές ένδυμα που κατασκευαζόταν στην Κω3. (το ουδ. πληθ.) τὰ κῷατα εσώτερα μέρη τών αστραγάλων τού ποδιού, σε αντιδιαστολή προς τα έξω, τα χῑα4. (κατά τον Ησύχ. στον τ. κώϊον) ενέχυρο.
Dictionary of Greek. 2013.